δρομαίως

δρομαίως
δρομαί̱ως , δρομαῖος
running at full speed
adverbial
δρομαί̱ως , δρομαῖος
running at full speed
masc acc pl (doric)
δρομαί̱ως , δρομαῖος
running at full speed
adverbial
δρομαί̱ως , δρομαῖος
running at full speed
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • τρεχάλα — η, Ν 1. τρέξιμο 2. (ως επίρρ.) τρέχοντας, δρομαίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. αλα, κατά το πηλάλα] …   Dictionary of Greek

  • τροχάδην — ΝΜΑ επίρρ. τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε τροχάδην» β. «τρόχος τροχάδην», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. με βιαστικό τρόπο, γρήγορα γρήγορα («διάβασέ το τροχάδην») 2. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο με μέτρια ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”